Υπεξαίρεση και Απάτη στον Ποινικό Κώδικα

Υπεξαίρεση

Το αδίκημα της υπεξαίρεσης ( άρθρο 375 ΠΚ) εντάσσεται στα εγκλήματα κατά του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας.

Βασικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης που πρέπει να λαμβάνουν χώρα για να τελεστεί το αδίκημα είναι

α) η παράνομη ιδιοποίηση,
β) να ιδιοποιείται ο δράστης ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα και
γ) το πράγμα να περιέρχεται στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο (χωρίς/με τέλεση εγκλήματος).

Η αντικειμενική υπόσταση πληρούται, συνεπώς, με την τελείωση της ιδιοποίησης, δηλαδή με την οριστική αποστέρηση του πράγματος από τον κύριο. Βάσει της θεωρίας της εξωτερίκευσης, για την πραγμάτωση του εγκλήματος αρκεί η έμπρακτη έκφραση της βούλησης της ιδιοποίησης, που συμβαίνει και πριν την ολοκλήρωση π.χ. μιας δικαιοπραξίας πώλησης του ιδιοποιηθέντος πράγματος, ή του πλουτισμού του δράστη. Συνεπώς, αν δεχτεί κανείς την άποψη ότι αρκεί απλώς η εξωτερίκευση της βούλησης του δράστη για την ιδιοποίηση, η απόπειρα περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου η πράξη δεν εντάσσεται στην ίδια την αντικειμενική υπόσταση, αλλά έχει συνάφεια με αυτήν, ούτως ώστε κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων να αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής (Σπινέλλης Δ., Ιδ. Γνωμοδότηση, ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 430, σελ. 93). Έχει όμως υποστηριχθεί και η αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή η προσφορά του πράγματος για πώληση αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, η οποία μπορεί να κριθεί ως απόπειρα υπεξαίρεσης (ΑΠ 524/1984 ΠοινΧρ ΛΔ΄, 944).

Από άποψη υποκειμενικής υπόστασης, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πράγμα που παρανόμως ιδιοποιείται είναι ξένο, και να θέλει να το ιδιοποιείται παρανόμως. Κατά την ισχύουσα γνώμη της νομολογίας του ΑΠ, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολόγηση του δόλου, καθώς η συνδρομή του δόλου συνάγεται λογικά από την τέλεση της παράνομης ιδιοποίησης. Έτσι, ταυτίζεται η πράξη της παράνομης ιδιοποίησης με την εκδήλωση της πρόθεσης για παράνομη ιδιοποίηση (ΑΠ 703/1997 ΠοινΧρ ΜΗ΄, 222). Υπάρχουν όμως και μερικές αντίθετες αποφάσεις του ΑΠ, στις οποίες αναφέρεται ότι η παράνομη ιδιοποίηση πρέπει να διακρίνεται από την πρόθεση περί ιδιοποίησης, οπότε εάν η καταδικαστική απόφαση δε διευκρινίζει τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν τη θέληση για παράνομη ιδιοποίηση, μπορεί να αναιρεθεί λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης (ΑΠ 858/1997 ΠοινΧρ ΜΗ΄, 258).

Στη βασική της μορφή, η υπεξαίρεση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Εάν το αντικείμενο που υπεξαιρείται ο δράστης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τότε προβλέπεται φυλάκιση και χρηματική ποινή.

Κατ’ εξαίρεση, εάν ο δράστης υπεξαιρείται αντικείμενο που του έχουν εμπιστευθεί λόγω ανάγκης ή συγκεκριμένης ιδιότητας (όταν ο δράστης είναι εντολοδόχος, επίτροπος ή κηδεμόνας του παθόντος, μεσεγγυούχος ή διαχειριστής ξένης περιουσίας) τότε τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.

Συμμετοχή στην πράξη (με τη μορφή της ηθικής αυτουργίας, απλής, άμεσης συνέργειας) υπάρχει πριν, από ή κατά την τέλεση της ιδιοποίησης, όχι όμως αφού αυτή ολοκληρωθεί.

Εάν η αξία του αντικειμένου ξεπερνά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ, τότε εφαρμόζεται η επιβαρυντική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, οπότε το αδίκημα τιμωρείται ως κακούργημα με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ, το αδίκημα τιμωρείται ως κακούργημα με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.

Απάτη

Η απάτη (άρθρο 386 ΠΚ) εντάσσεται στα αδικήματα κατά του εννόμου αγαθού της περιουσίας. Για την τέλεση του αδικήματος απαιτούνται από πλευράς του δράστη:

α) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (ή η αθέμιτη απόκρυψη/παρασιώπηση αληθινών γεγονότων),
β) βλάβη ξένης περιουσίας πείθοντας το θύμα σε πράξη, παράλειψη, ανοχή,
γ) ο δράστης να στοχεύει, μέσω της βλάβης ξένης περιουσίας, να αποκομίσει για τον εαυτό του, ή για τρίτο, παράνομο περιουσιακό όφελος
.

Παρατηρείται λοιπόν, ότι πέρα από το δόλο για τη βλάβη της περιουσίας, απαιτείται και σκοπός, από τον δράστη, να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής υποκειμενικής υπόσταση).

Στη βασική του μορφή, το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Εάν η ζημία που προκαλείται υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ, τότε η πράξη τιμωρείται ως κακούργημα με ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Επίσης, αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ, το αδίκημα τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.

Όπως έχει κρίνει και ο Άρειος Πάγος, από τη νομοτυπική μορφή της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, για να τελεστεί το αδίκημα της απάτης απαιτείται:

1) ο σκοπός του δράστη να είναι η λήψη στον ίδιο, ή σε τρίτο, παράνομου περιουσιακού οφέλους

2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (ή η αθέμιτη απόκρυψη/παρασιώπηση αληθινών γεγονότων), που λειτουργεί ως παραγωγός αιτία παραπλάνησης του θύματος που προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή

3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία συνίσταται σε μείωση της περιουσίας του βλαπτόμενου, που να βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, ενώ δεν απαιτείται ζημιωθείς και παραπλανηθείς να είναι το ίδιο πρόσωπο.

Ο όρος «γεγονότα», που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν/παρόν ή λαμβάνουν χώρα κατά το χρόνο που ο δράστης τα βεβαιώνει ως αληθινά, αλλά όχι τα περιστατικά που θα συμβούν στο μέλλον. Σε περίπτωση που υπάρχουν υποσχέσεις που αφορούν σε μελλοντική εκπλήρωση υποχρεώσεων, όταν συνοδεύονται από ψευδείς βεβαιώσεις που αφορούν στο παρόν/παρελθόν, τότε θεωρούνται ως «ψευδή γεγονότα» κατά τη διατύπωση του νόμου.

Έχει κριθεί, νομολογιακά, ότι για την κατ’ επάγγελμα τέλεση του αδικήματος της απάτης, απαιτείται «επανειλημμένη τέλεση αυτής, αλλά και από την υποδομή που έχει διαμορφώσει, δεδομένου ότι δεν διέπραξε αυτήν ευκαιριακά αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, για την επιτυχία του οποίου μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα… προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος από αυτή, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του» (ΣυμβΑΠ 1529/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄, 632). Επί παραδείγματι, η συστηματική και μεθοδευμένη δραστηριοποίηση του δράστη προκειμένου να αποδείξει το αποκλειστικό κληρονομικό του δικαίωμα (ΑΠ 637/1999 ΠοινΧρ Ν΄,190), η αγορά πολυτελών αυτοκινήτων, η διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία, οι επισκέψεις σε καζίνο (ΑΠ 1643/1999 ΠοινΧρ Ν΄,474), η μίσθωση γραφείων, σύναψη συμβάσεων, επαφές με διάφορους πωλητές (ΑΠ 57/1998 ΠοινΧρ ΜΗ΄,730), έχουν κριθεί ότι συνιστούν διαμόρφωση υποδομής για την τέλεση απάτης.

Για τη δίωξη της απάτης του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, απαιτείται έγκληση. Νόμιμη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία υπάρχει όταν ο ίδιος είναι ο φορέας της ζημιωθείσας περιουσίας, συνεπώς, ο βλαβείς από την πράξη. Σε περίπτωση που ο παραπλανηθείς από την απάτη είναι τρίτο πρόσωπο, δηλαδή δεν ταυτίζεται με τον βλαβέντα από την πράξη, τότε δε νομιμοποιείται σε παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας.