Τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης χρησιμοποιούνται πολύ συχνά τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Συναντώνται κυρίως σε εμπορικά καταστήματα, σε τράπεζες, έξω από δημόσια κτίρια κτλ.
Αν και βασικός στόχος της βιντεοεπιτήρησης είναι η προστασία των ατόμων που παρακολουθούνται, είναι παράλληλα κρίσιμο το γεγονός ότι το καθεστώς παρακολούθησης επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογία των ανθρώπων στον καταγραφόμενο χώρο. Για το λόγο αυτό, οι σχετικές νομοθεσίες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής, επιτρέπουν τη χρήση αυτών των συστημάτων μόνο όταν υπάρχει αναλογία μέσου προς σκοπό, δηλαδή αν δεν είναι απαραίτητη η παρακολούθηση σε κάποια περίπτωση, αλλά αρκούν πιο ήπια μέσα για να προστατευθούν τα έννομα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων, τότε βάσει της αρχής της αναλογικότητας απαγορεύεται η καταγραφή.
Γενικότερα, στον ορισμό των «συστημάτων βιντεοεπιτήρησης» εντάσσονται οι μόνιμες εγκαταστάσεις με δυνατότητα λήψης/μετάδοσης εικόνας/ήχου σε οθόνες προβολής, ή αντίστοιχα μηχανήματα καταγραφής. Το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης αποτελεί τέτοια περίπτωση συστήματος καταγραφής. Συστήματα βιντεοεπιτήρησης δεν αποτελούν οι φωτογραφικές μηχανές, τα κινητά τηλέφωνα, τα θυροτηλέφωνα, καθώς όλες αυτές οι συσκευές ενεργοποιούνται κατόπιν ενέργειας προσώπου, δε λειτουργούν δηλαδή ανεξάρτητα από τη βούληση ή τη γνώση των καταγραφόμενων.
Το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη βιντεοεπιτήρηση ρυθμίστηκε αρχικά από την οδηγία 1/2011 της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων, ενώ συμπληρώθηκε στη συνέχεια από τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 2016/679 της ΕΕ, όπως ενσωματώθηκε στη χώρα μας με το Ν. 4624/2019. Η οδηγία της αρχής ρυθμίζει τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης που τοποθετούνται από πρόσωπα σε χώρους για τους οποίους είναι υπεύθυνοι, αλλά και όσα τοποθετούνται σε δημόσιους χώρους από τις αρμόδιες αρχές. Ρυθμίζει, επίσης, τη βιντεοεπιτήρηση που γίνεται εντός υπηρεσιών υγείας, για την οποία υπεύθυνοι είναι οι αρμόδιοι λειτουργοί όπως νοσηλευτές, γιατροί κ.λπ.
Ο ΓΚΠΔ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων/GDPR) έχει μεταβάλει το προϊσχύσαν καθεστώς, καθιστώντας νέες υποχρεώσεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας (όπως την πραγματοποίηση διενέργειας αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων, όταν αυτή είναι απαραίτητη, την ενίσχυση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, τα οποία πρέπει να ικανοποιούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας κ.α.) Για παράδειγμα, με την αρχή της λογοδοσίας (άρθρο 5 παρ. 2 ΓΚΠΔ), ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει το νόμιμο της λειτουργίας του συστήματος βιντεοεπιτήρησης που χρησιμοποιεί. Ακόμη, δεν απαιτείται πλέον η λήψη άδειας επεξεργασίας από την Αρχή για να τοποθετηθεί τέτοιου είδους σύστημα βιντεοεπιτήρησης, ούτε είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση (άρθρο 10 της οδηγίας 1/2011). Απαγορεύεται η λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης για λόγους όπως η παρακολούθηση των εργαζομένων για αξιολόγησή τους ή σε πλαίσια εκπαίδευσής τους, βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 1/2011 και του άρθρου 27 του Ν. 4624/2019.
Για όσους πολίτες ενδιαφέρονται να τοποθετήσουν κάμερες στην οικία/πολυκατοικία τους, σε αρχικό επίπεδο δεν εφαρμόζεται ο ΓΚΠΔ. Ωστόσο, όταν οι κάμερες καταγράφουν εκτός των ορίων της οικίας, τότε εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία. Υπεύθυνος επεξεργασίας, σε τέτοιες περιπτώσεις, θεωρείται το φυσικό πρόσωπο που τοποθέτησε τις κάμερες.
Σημειώνεται ότι απαγορεύεται η καταγραφή δημόσιου χώρου (πεζοδρομίου, δρόμου κτλ.) ή γειτονικών κτιρίων, ιδιωτικών ή δημόσιων, από τέτοια συστήματα που τοποθετούνται εντός του χώρου ιδιωτικής κατοικίας ή πολυκατοικίας. Καταγραφή σε πεζοδρόμια ή παραπλήσιους δρόμους επιτρέπεται μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όπως όταν έχει λάβει χώρα επίθεση κατά της ζωής ή της περιουσίας, ενώ υπάρχει βάσιμη υποψία ότι θα υπάρχει πιθανότητα να γίνει και άλλη επίθεση. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, καταγραφή πρέπει να γίνει μόνο στον επίμαχο, υπό κίνδυνο, χώρο, κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 1/2011.
Μέσα σε μία πολυκατοικία, πρέπει να δίνεται προσοχή στα όρια μεταξύ διαμερισμάτων αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους ή τους δημόσιους που φαίνονται από κάποιο διαμέρισμα (όπως π.χ. ένας δρόμος ή ένα πάρκο που φαίνεται από το μπαλκόνι διαμερίσματος πολυκατοικίας). Γενικά, δύναται να τοποθετηθεί συσκευή καταγραφής εικόνας (όχι ήχου) όταν η εμβέλεια της καταγραφής περιορίζεται μπροστά ακριβώς από την είσοδο διαμερίσματος, χωρίς να καταγράφεται τίποτα παραπάνω. Δεν πρέπει να καταγράφεται εικόνα από κοινόχρηστους χώρους, να παρεμποδίζεται η είσοδος σε άλλα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, καθώς και να λαμβάνεται εικόνα από τους ανθρώπους που διασχίζουν άλλα σημεία της πολυκατοικίας. Όταν η καταγραφή εικόνας γίνεται μόνο εντός του ιδιωτικού χώρου και στην είσοδο, αποκλειστικά μπροστά στο κατώφλι, για να ελέγχεται το ποιος θέλει να εισέλθει στο χώρο, τότε η χρήση κάμερας είναι οικιακή και δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων.
Εάν η τοποθέτηση κάμερας για καταγραφή εικόνας σε πολυκατοικία, καταγράφει και άλλους ενοίκους/ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, όταν αυτοί διέρχονται μπροστά από την είσοδο του επίμαχου διαμερίσματος, τότε ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ζητήσει, πριν την τοποθέτηση του συστήματος καταγραφής, την έγγραφη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων επεξεργασίας. Εάν δε μπορεί να λάβει τη σύμφωνη γνώμη όλων των προσώπων που θα καταγράφονται κατά το πέρασμά τους από το χώρο, τότε απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των 2/3 των ενοίκων που θα επηρεάζονται από την καταγραφή (κατά το άρθρο 15 παρ. 1 της οδηγίας 1/2011). Στην περίπτωση ανάγκης να δοθεί η σύμφωνη γνώμη των ενοίκων, κάθε κατοικημένο διαμέρισμα αντιστοιχεί σε μία ψήφο.
Παρατίθεται το παρακάτω παράδειγμα της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων, το οποίο αναδεικνύει ότι ο ένοικος του Α΄ διαμερίσματος, για να τοποθετήσει κάμερα στην είσοδό του, χρειάζεται να λάβει τη συγκατάθεση των ενοίκων του ΣΤ’ και Β΄ διαμερίσματος, καθώς στο ΣΤ΄ αναγκαστικά διέρχεται μπροστά από το διαμέρισμα του Α΄ όποιος επιθυμεί να φύγει προς τον ανελκυστήρα/εισέλθει προς το ΣΤ΄, ενώ σχετικά με το Β΄ διαμέρισμα, αυτό βρίσκεται δίπλα από το Α΄, οπότε όσοι διέρχονται προς/φεύγουν από το διαμέρισμα Β΄ θα καταγράφονται αναγκαστικά.
Τα ανωτέρω ισχύουν όχι μόνο στην περίπτωση τοποθέτησης συστημάτων καταγραφής/μη καταγραφής εικόνας σε εισόδους διαμερισμάτων, αλλά και σε περιπτώσεις επαγγελματικών διαμερισμάτων.
Σε κοινόχρηστους χώρους πολυκατοικιών, η ΑΠΔ έχει κρίνει με την υπ’ αριθμό 95/2015 απόφασή της ότι η τοποθέτηση συστήματος βιντεοεπιτήρησης εξαρτάται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, που σε αυτή την περίπτωση είναι η ένωση προσώπων των συνιδιοκτητών. Οι ιδιοκτήτες λαμβάνουν απόφαση για την τοποθέτηση του συστήματος μέσω σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης της πολυκατοικίας, ενώ απαιτείται πλειοψηφία σε ποσοστό ιδιοκτησίας 50% +1. Προϋπόθεση για να λάβουν σχετική απόφαση οι συνιδιοκτήτες, είναι να υπάρχει προηγουμένως συναπόφαση των 2/3 των ενοίκων (αντιστοιχεί μία ψήφος σε κάθε κατοικημένο διαμέρισμα στην περίπτωση των ενοίκων).
Αν υπάρχει κάποιος κανονισμός της πολυκατοικίας που ορίζει τον τρόπο και τις περιπτώσεις τοποθέτησης συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε κοινόχρηστους χώρους, δεν απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να προηγείται η θετική έγγραφη σύμφωνη γνώμη των 2/3 των ενοίκων. Οι κάμερες εννοείται ότι δε δύνανται να ελέγχουν την πρόσβαση στα διαμερίσματα ιδιωτών. Επιπλέον, κατά το άρθρο 15 της Οδηγίας 1/2011, τα δεδομένα που καταγράφονται στους κοινόχρηστους χώρους μπορούν να αποθηκεύονται μέχρι και 48 ώρες.
Υπάρχει, τέλος, δυνατότητα τοποθέτησης κάμερας καταγραφής εικόνας στον
κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, αφού πληρούνται τα εξής κριτήρια:
α) υπάρχει έγγραφη συγκατάθεση των υπολοίπων ενοίκων, με τουλάχιστον τα 2/3 να
συμφωνούν,
β) η κάμερα καταγράφει μόνο το χώρο του οχήματος και
γ)
εγκατάσταση πινακίδας που επισημαίνει, με τρόπο ευδιάκριτο από όλους, την
καταγραφή του οχήματος.