Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 378 ΠΚ, τελείται όταν κάποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο πράγμα, ή καθιστά ανέφικτη τη χρήση του με κάποιον άλλο τρόπο. Το άρθρο προστατεύει το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, η οποία είναι άμεση στο οντολογικό (πράγμα ως αντικείμενο της ιδιοκτησίας) και έμμεση στο δεοντολογικό στοιχείο (το πράγμα είναι «ξένο», οπότε ανήκει σε κάποιον άλλο). Η πράξη της φθοράς προσβάλλει την ιδιοκτησία, αλλά η απαξία του αδικήματος σχετίζεται και με την κοινωνική ιδιότητα του πράγματος που ανήκει σε κάποιον, καθώς η φθορά, είτε περιορίζει είτε καταστρέφει συνολικά τη σχέση εξουσίασης πάνω στο πράγμα, προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας στο πράγμα, συγκεκριμένα την αξία που έχει για τα κοινωνικά ήθη το γεγονός ότι το πράγμα ανήκει σε κάποιον άλλο.
Πρόκειται περί κοινού, απλού, υπαλλακτικώς μικτού αδικήματος, το οποίο επίσης είναι έγκλημα βλάβης, ενέργειας, (ουσιαστικού) αποτελέσματος και πλημμέλημα (έως δύο έτη φυλάκιση ή χρηματική ποινή, ενώ αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο, τότε επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους).
Στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, εντάσσονται τα παρακάτω:
1) ο δράστης,
2) το αντικείμενο της φθοράς,
3) η πράξη της φθοράς,
4) το αποτέλεσμα (καταστροφή/βλάβη/η χρήση του πράγματος καθίσταται ως ανέφικτη),
5) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της φθοράς και του αποτελέσματος.
Η φθορά ξένης ιδιοκτησίας μπορεί να εκδηλωθεί με καταστροφή, βλάβη όταν η χρήση του πράγματος καθίσταται ανέφικτη. Η καταστροφή δύναται να είναι ολική (π.χ. καταστροφή ενός ξένου κινητού πράγματος), μερική (σκίσιμο ενός ρούχου), ή να εκμηδενίζει ένα αντικείμενο χωρίς να βλάπτεται συνολικά η υλική του μορφή (σε περίπτωση που ξεριζώνονται τα φυτά από έναν κήπο). Η βλάβη παρεμβαίνει στο πράγμα, συγκεκριμένα μειώνει τη χρησιμότητα που έχει αυτό λειτουργικά. Ο δράστης μπορεί επίσης να προκαλέσει φθορά αποκόπτοντας τη σχέση εξουσίασης του κυρίου προς το αντικείμενο της ιδιοκτησίας του, δίχως λοιπόν να υπάρχει ενέργεια στο ίδιο το πράγμα. Η αποστέρηση του πράγματος από τον ιδιοκτήτη του δε χρειάζεται να είναι μόνιμη, αλλά μπορεί να είναι και πρόσκαιρη (π.χ. ρίψη κλειδιών σπιτιού σε ποτάμι).
Κατά την τέλεση φθοράς ξένης ιδιοκτησίας μπορεί να λαμβάνουν χώρα συγκεκριμένες καταστάσεις που λειτουργούν ως λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης. Σε περίπτωση που το θύμα χρησιμοποιήσει άμυνα για να αποκρούσει μία επίθεση, καταστρέφοντας για παράδειγμα το όπλο του δράστη, τότε η φθορά δεν είναι άδικη. Επίσης, όταν υπάρχει κατάσταση ανάγκης, (π.χ. καταστροφή φράχτη ξένου σπιτιού για να σβηστεί η πυρκαγιά που μαίνεται εντός του τελευταίου), η πράξη της φθοράς δεν έχει άδικο χαρακτήρα.
Στο άρθρο 378 παρ. 1 εδ. β΄ τυποποιείται η προνομιούχος φθορά ευτελούς αξίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, εάν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, τότε ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Η αξία του πράγματος αλλά και το ύψος της ζημίας υπολογίζονται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, ωστόσο η θεώρηση του πράγματος ως μικρής αξίας ή της ζημίας ως ευτελούς υπάγεται στις νομικές κρίσεις, είναι συνεπώς αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση που η φθορά ευτελούς αξίας τελείται κατ’ εξακολούθηση από δράστη ο οποίος αποσκοπεί σε ένα συνολικό αποτέλεσμα, τότε η αξία του αντικειμένου και η αντίστοιχη ζημία λαμβάνονται υπόψη συνολικά. Συνεπώς, ο χαρακτήρας της πράξης ως φθοράς του άρθρου 378 παρ. 1 εδαφίου α΄ ή ως προνομιούχου φθοράς ευτελούς αξίας του εδαφίου β΄, θα προσδιοριστεί με κριτήριο τη συνολική αξία του πράγματος.
Από πλευράς υποκειμενικής υπόστασης, απαιτείται πρόθεση του δράστη να προκαλέσει το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, συνεπώς χρειάζεται τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος σχετικά με το ότι η πράξη θα επιφέρει καταστροφή/βλάβη/καθιστά τη χρήση του πράγματος ως ανέφικτη, και θέληση και αποδοχή να επέλθουν όλες οι σχετικές συνέπειες. Η πλάνη ως προς την πραγματική ύπαρξη λόγου που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης εκ του νόμου (νομιζόμενη άμυνα, νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης) είναι πραγματική. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να σημειώνει με σαφήνεια ότι ο δράστης είχε δόλο κατά την τέλεση της πράξης, διότι αν η πρόθεσή του δεν καθίσταται σαφής, ή τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται δεν καταδεικνύουν το δόλο του δράστη, τότε θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης (σχετική η ΑΠ 1734/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄,734).
Σε περίπτωση που η φθορά γίνει σε αντικείμενο που χρησιμεύει για κοινό όφελος ή ιστορικό ή καλλιτεχνικό μνημείο, αλλά και όταν η φθορά λαμβάνει χώρα με χρήση εκρηκτικών υλών ή φωτιάς, τότε προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, κατά τη διατύπωση του άρθρου 378 παρ. 2.