Μία από τις συχνές αιτίες διαπληκτισμών και εντάσεων σε εμπορικά καταστήματα και καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος (μπαρ, εστιατόρια κλπ.) αλλά και ένα θέμα κοινωνικού ενδιαφέροντος, είναι η παρουσία κατοικίδιων ζώων στους παραπάνω χώρους. Συνήθης τακτική των καταστημάτων αυτών είναι να απαγορεύουν καθολικά την παρουσία κατοικίδιων ζώων (σχεδόν πάντοτε πρόκειται περί σκύλων) στους χώρους τους, αναφέροντας γενικά ότι η παρουσία των ζώων αυτών απαγορεύεται στο εσωτερικό των καταστημάτων διά νόμου. Η πάγια τακτική αυτή πολλών καταστημάτων είναι όμως νομικά λανθασμένη, καθώς παρερμηνεύει - σκόπιμα ή μη - τη νομοθεσία.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, πιο συγκεκριμένα τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΚ/852/2004), που περιλαμβάνει τις κατευθυντήριες οδηγίες προς τα κράτη μέλη της ΕΕ, προκειμένου αυτά να εισάγουν τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις στις δικές τους εθνικές νομοθεσίες, δεν απαγορεύεται, ρητά, η παρουσία κατοικίδιων ζώων σε επιχειρήσεις τροφίμων. Η τελευταία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των ιδιοκτητών των αντίστοιχων καταστημάτων. Ο ίδιος κανονισμός ορίζει ότι πρέπει να προβλέπονται διαδικασίες για να εμποδίζονται τα κατοικίδια ζώα να εισέρχονται σε χώρους παρασκευής, αποθήκευσης ή διακίνησης τροφίμων, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης των τροφίμων.
Σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, σχετική είναι η υπουργική απόφαση Υ1γ/ΓΠ/οικ.47829/2017 «Υγειονομικοί όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας επιχειρήσεων τροφίμων/ποτών και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με την οποία τα τρόφιμα και ποτά πρέπει να προφυλάσσονται μεταξύ άλλων και από οικόσιτα ή μη ζώα (άρθρο 12 παράγραφος 1). Επιτρέπεται, ακόμη, η είσοδος σκύλων βοηθείας που συνοδεύουν άτομα με προβλήματα όρασης ή άτομα με αναπηρία, κατά το άρθρο 5 παρ. 14 εδ. α΄ και β΄ της ίδιας υπουργικής απόφασης. Επίσης, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πρόβλεψη σχετικά με το αν επιτρέπονται ή όχι κατοικίδια ζώα σε εξωτερικούς χώρους καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Συνεπώς, εάν ορισμένοι καταστηματάρχες επιθυμούν την παρουσία κατοικίδιων ζώων στα καταστήματά τους, αρκεί να τηρούνται από τους ιδιοκτήτες όσα προβλέπει η νομοθεσία, συγκεκριμένα ο Ν. 4039/2012 «Περί ζώων συντροφιάς» (για παράδειγμα τα ζώα να είναι καθαρά, εμβολιασμένα, να διαθέτουν ηλεκτρονικό τσιπ, να κρατούνται δεμένα με λουρί ούτως ώστε να βρίσκονται δίπλα στον ιδιοκτήτη τους κλπ.). Σημειώνεται ότι ο νόμος αυτός έχει, στο άρθρο 23, καταργήσει ρητά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. δ΄ της υπ’ αριθμ. Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διάταξης («Περί όρων ιδρύσεως και λειτουργίας πτηνοτροφικών εγκαταστάσεων») που απαγόρευε απόλυτα την παρουσία και διατήρηση κατοικίδιων ζώων σε δημόσια κέντρα και καταστήματα, κατά τις ώρες λειτουργίες τους. Είναι προφανές ότι ο Ν. 4039/2012 ακολουθεί την ευρωπαϊκή νομοθεσία, εκσυγχρονίζοντας το εθνικό νομοθετικό καθεστώς. Οι ιδιοκτήτες των κατοικίδιων ζώων εννοείται ότι φέρουν αντικειμενική ευθύνη για κάθε πταίσμα σχετικό με τη φύλαξη και την εποπτεία των ζώων, όταν προκαλείται ζημία σε τρίτους, κατά το άρθρο 924 ΑΚ.
Σε αντίθεση λοιπόν με την επίκληση από καταστηματάρχες ότι απαγορεύονται τα ζώα συντροφιάς από τη νομοθεσία, προφανώς για να ικανοποιούν όλους τους πελάτες τους, δηλαδή και αυτούς που δεν επιθυμούν την παρουσία ζώων, η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει καθώς δεν προβλέπεται νομοθετικά. Εξαρτάται από τη βούληση του κάθε ιδιοκτήτη, αρκεί να τηρούνται και οι λοιπές νομοθετικές προβλέψεις.