Η κλοπή (372 ΠΚ) είναι αδίκημα που στρέφεται
κατά του εννόμου αγαθού της κυριότητας/ιδιοκτησίας και της κατοχής. Είναι
κοινό, αποτελέσματος, στιγμιαίο και ιδιόχειρο έγκλημα. Στην αντικειμενική
υπόσταση του αδικήματος ανήκουν:
1) ο δράστης,
2) το αντικείμενο
της κλοπής,
3) η πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού της κατοχής ή
ιδιοκτησίας,
4) η προσφορότητα/καταλληλότητα της πράξης να επιφέρει
το παράνομο περιουσιακό όφελος,
5) το αποτέλεσμα της πράξης,
6) η
αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξης και αποτελέσματος.
Σχετικά με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, ο οποίος καλύπτει όλα τα επιμέρους στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Ο σκοπός παράνομος ιδιοποίησης εκφράζει το στόχο του δράστη να δημιουργήσει μία σχέση οιονεί ιδιοκτησίας προς το αντικείμενο της κλοπής, η οποία στην πραγματικότητα είναι παράνομη. Υποστηρίζεται, νομολογιακά, ότι ο δράστης πρέπει να επιδιώκει να την οριστική κατοχή του πράγματος, όχι μόνο την πρόσκαιρη (σχετικές οι ΑΠ 445/1988 ΠοινΧρ ΛΗ΄, 631 και ΑΠ 595/1989 ΠοινΧρ Μ΄,58).
Η ιδιοποίηση, βάσει της επικρατούσας θεωρίας στη χώρα μας, συνίσταται στην πρόσκτηση του πράγματος (έστω και προσωρινή δηλαδή εγκαθίδρυση σχέσης ιδιοκτησίας με το ξένο πράγμα) και στην αποστέρησή του από τον κύριο, δηλαδή το διαρκή αποκλεισμό του τελευταίου από τη χρήση του πράγματος. Σχετικά με το αντικείμενο της ιδιοποίησης, έχουν υποστηριχθεί τρεις θεωρίες. Πρώτον, η θεωρία της υπόστασης, βάσει της οποίας αντικείμενο της ιδιοποίησης είναι η υλική υπόσταση/φυσική μορφή του πράγματος. Δεύτερον, η θεωρία της αξίας του πράγματος, που υποστηρίζει ότι η ιδιοποίηση στοχεύει στην ενσωμάτωση της αξίας του πράγματος στην περιουσία του δράστη, οπότε ο δράστης αποσκοπεί να υποκατασταθεί οικονομικώς στη θέση του κυρίου. Τρίτον, η ενωτική θεωρία, η οποία ενσωματώνει τις δύο προηγούμενες, κατά την οποία τελείται ιδιοποίηση όταν το πράγμα ενσωματώνεται στην περιουσία του δράστη, είτε με την υλική του μορφή είτε με την αξία την οποία έχει. Η τελευταία αυτή θεωρία περιέχει τα πλεονεκτήματα των δύο προηγούμενων, ενώ είναι κρατούσα τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία.
Σχετικά με την απόπειρα τέλεσης του αδικήματος, αρχή εκτέλεσης κλοπής τελείται είτε όταν διακόπτεται η έννομη σχέση του κυρίου ή κατόχου προς το πράγμα, ή κατά την έναρξη αυτής της διακοπής, αλλά και σε προηγούμενο στάδιο που οδηγεί απευθείας στην αφαίρεση του πράγματος, όταν υπάρχει τοπική ή χρονική αλληλουχία μεταξύ της απόπειρας και της αφαίρεσης. Αντίθετα, υποστηρίζεται νομολογιακά ότι για να τελείται απόπειρα κλοπής απαιτείται να έχει αρχίσει η αφαίρεση του πράγματος, ενώ προγενέστερες πράξεις δεν είναι αρκετές (βλ.ΑΠ 1280/1999 ΠοινΔικ 2000,363). Συναυτουργία υπάρχει όταν η κλοπή ολοκληρώνεται στο σύνολό της από τους δράστες, ή έστω όταν ο καθένας εκτελεί ένα μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Σε αυτή την περίπτωση, η υποκειμενική υπόσταση, καλύπτει 1) το δόλο, ο οποίος είναι κοινός, αφορά λοιπόν στην τέλεση της κλοπής από κοινού με τους υπόλοιπους δράστες, και 2) τον σκοπό παράνομης ιδιοποίησης από όλους τους συναυτουργούς.
Το αδίκημα της κλοπής τιμωρείται, ως πλημμέλημα, με φυλάκιση. Αν το αντικείμενο της κλοπής έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία, τότε εφαρμόζεται η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 372 παρ.1 εδ. β΄, οπότε ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.
Το άρθρο 374 παρ. 1περιλαμβάνει διακεκριμένες περιπτώσεις του αδικήματος της
κλοπής, κακουργηματικού χαρακτήρα. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών, εάν
α) το κινητό πράγμα - αντικείμενο κλοπής είναι αρχαιολογικής,
καλλιτεχνικής ή ιστορικής σημασίας και έχει αφαιρεθεί από τόπο όπου τελούνται
εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας,
β) αφαιρέθηκε επιστημονικής, καλλιτεχνικής,
αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας αντικείμενο που βρισκόταν σε συλλογή
εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε άλλο δημόσιο τόπο,
γ) αφαιρούνται αντικείμενα με
συνολική αξία μεγαλύτερη του ποσού των 120.000 ευρώ, ή
δ) η κλοπή τελέστηκε από
δύο ή περισσότερους που συνεργάζονταν με σκοπό να διαπράττουν κλοπές.
Σε περίπτωση που η κλοπή στρέφεται άμεσα εναντίον νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικών αυτοδιοίκησης, και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, τότε επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η παραγραφή της βασικής μορφής του αδικήματος της κλοπής είναι πέντε έτη, ενώ εάν πρόκειται για κακουργηματικού χαρακτήρα είναι είκοσι έτη.