Η περιουσία ενός προσώπου μετά θάνατον πρέπει να μοιρασθεί στους συγγενείς του, ένα μερίδιο, πρέπει να πάει στα παιδιά και στη σύζυγο. Δεν μπορεί ο θανών να αποκλείσει κάποιον από αυτούς ή να δώσει σε κάποιον μερίδιο το οποίο είναι μικρότερο από αυτό που δικαιούται. Το μερίδιο αυτό αποκαλείται "νόμιμη μοίρα".
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1829 του Αστικού Κώδικα οι κατιόντες (γιος, κόρη, εγγονός, εγγονή), οι γονείς και ο σύζυγος του κληρονομούμενου που θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Ο μεριδούχος συντρέχει κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ως κληρονόμος, αποκτώντας άμεσα και αυτοδικαίως από την επαγωγή το κληρονομικό μερίδιο που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του.
Μάλιστα κάθε μορφής περιορισμοί του δικαιώματος του αυτού με διαθήκη του κληρονομούμενου είναι αυτοδικαίως άκυροι.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η νόμιμη μοίρα αντιστοιχεί στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας δηλαδή τα τέκνα τα οποία στην εξ αδιαθέτου διαδοχή δικαιούνται το 75% της κληρονομίας θα μειωθεί στο 37,5% της κληρονομίας και αντίστοιχα ο/η επιζών σύζυγος από το 25% της κληρονομίας που δικαιούται στην εξ αδιαθέτου διαδοχή θα μειωθεί στο 12,5% αυτής.
Ο μεριδούχος έχει εκ του νόμου την προστασία που παρέχεται σε κάθε κληρονόμο από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Ειδικότερα για τη προστασία του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας δύναται να ασκήσει αγωγή περί κλήρου ή κοινή αγωγή εμπράγματου δικαίου (διεκδικητική αγωγή ή αγωγή νομής), ενώ παράλληλα κατά το άρθρο 70 ΚπολΔ δύναται να ζητήσει να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης, όπως η ακυρότητα της διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του ή το κληρονομικό του δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα.
Εν όψει των ανωτέρω η διαθήκη στο μέτρο που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα θεωρείται αυτοδικαίως άκυρή και συνεπώς δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Η ακυρότητα αυτή δεν είναι καθολική αλλά μερική δηλαδή η ακυρότητα της διαθήκης συνίσταται μόνο κατά το ποσοστό που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του θιγόμενου. Στην περίπτωση που υφίσταται αμφισβήτηση ως προς την ακυρότητα ή μη της διαθήκης μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή που δύναται να συνοδεύεται με αίτημα αναγνώρισης του δικαιώματος του μεριδούχου στη νόμιμη μοίρα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1813, 1831 και 1835 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 1329/1983, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιοσδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή συνυπολογίζονται όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομιά (πραγματική κληρονομική ομάδα), προσθέτονται δε και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του (βλ. ΑΠ 8/2021, ΑΠ 950/2018 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/2010 ό.π., ΕφΠατρ 42/2020 ό.π., ΕφΠειρ 262/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4181/2008 ό.π.).
Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται κατά το άρθρο 1831 § 1 ΑΚ, με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομιάς, αφού αφαιρεθούντα χρέη της κληρονομιάς ενώ προστίθενται σε αυτήν οι παροχές που έγιναν από τον κληρονομούμενο σε μεριδούχο ή τρίτο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, που συντρέχει μόνο με άλλους μεριδούχους καπόντες:
α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου,
β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και τυχόν άλλες δαπάνες της κληρονομιάς,
γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους,
δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου,
ε) από το ποσό της οποίας (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων στα οποία εγκαταστάθηκε ο μεριδούχος είτε με διαθήκη είτε με την εξ αδιαθέτου διαδοχή, καθώς και η αξία της παροχής που έλαβε και υπόκειται τυχόν σε συνεισφορά και
στ) το εξαγόμενο υπόλοιπο από την αφαίρεση αυτή τίθεται ως αριθμητής κλάσματος, με παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, από τα οποία, χωρίς την αφαίρεση των χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, αποτελεί το ποσοστό, το οποίο πρέπει να λάβει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας για να συμπληρωθεί ή να ληφθεί η νόμιμη μοίρα του (βλ. ΑΠ 135/2017, ΑΠ 23/2015, ΑΠ 474/2010, ΑΠ 560/2008, ΑΠ 207/2008, ΑΠ 854/2007, ΕφΘεσ 2088/2013 άπασες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ. Α. Γεωργιάδη, «Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα», εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα έτους 2013, τόμο II, υπ` άρθρο 1832, σελ. 1813). Σημειωτέον ότι το ποσοστό αυτό, που βρίσκεται με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, είναι διαφορετικό από το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας, αφού συγκεντρώνεται στην πραγματική κληρονομιά (βλ. Ν. Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, σελ. 414, ΕφΙωαν 48/2009, ΠΠρΘεσ 3136/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενώ όμως η νόμιμη μοίρα υπολογίζεται επί της ιδανικής (πλασματικής) ομάδας, το κληρονομικό δικαίωμα του μεριδούχου υπό την προσδιορισθείσα αυτή έκταση υπάρχει και ασκείται επί της πραγματικής ομάδας, ήτοι συγκεντρώνεται επί των πράγματι υπαρχόντων στην κληρονομιά στοιχείων.
Ενόψει αυτών, στις προστιθέμενες κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ στην κληρονομιά παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, όπως επίσης και οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες αυτές έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια πριν πεθάνει ο κληρονομούμενος, αν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον (βλ. ΑΠ 500/2014 και ΑΠ 1658/2012, ΑΠ 898/2009, ΑΠ 171/2003, ΕφΑθ 78/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4869/2019 αδημ.).
Ο νόμιμος μεριδούχος δεν λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα αν αποκληρωθεί από τον κληρονομούμενο (άρθρα 1839-1845) ή αν κηρυχθεί ανάξιος κληρονόμος (άρθρα 1860-1864). Ο νόμιμος μεριδούχος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία (άρθρα 1847-1859 του Αστικού Κώδικα) ή να παραιτηθεί του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (άρθρο 1826 του Αστικού Κώδικα)