Η πρακτική της πολυνομίας με τη θέσπιση διαδοχικών παρατάσεων στον κανόνα της πενταετούς παραγραφής (άρθρ. 84 παρ. 1 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος) καθιστούσε τον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικά ανεφάρμοστο, γεγονός που επικρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως αντίθετο στην "Αρχή της ασφάλειας δικαίου" η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α` του Συντάγματος.
Παρατίθεται ενδεικτικά τμήμα της πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της ανωτέρω απόφασης και συγκεκριμένα του γενναίου σκεπτικού της, που οδήγησε στο ανωτέρω συμπέρασμα:
«Η ως άνω θεμελιώδης αρχή (Αρχή της ασφάλειας δικαίου), η οποία εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, επιτάσσει η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της σχετικής με τις ανωτέρω επιβαρύνσεις νομοθεσίας, να μη μπορεί να τίθεται επ` αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και η διάρκειά της να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον διοικούμενο, μετά δε την λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η επιβολή εις βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβαρύνσεως (φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κυρώσεως. Για να είναι δυνατή δε η (εκ των προτέρων) πρόβλεψη της διαρκείας της παραγραφής, πράγμα που συμβάλλει και στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης των διοικουμένων προς τη Διοίκηση, αλλά και το κράτος γενικότερα, η λήξη της παραγραφής πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο συγκεκριμένα, εν αναφορά με συγκεκριμένο χρονικό σημείο, και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής (π.χ. από έκδοση ή και κοινοποίηση εντολής ελέγχου ή από το ύψος του ποσού, στο οποίο η Διοίκηση θα προσδιορίσει τις υποχρεώσεις του διοικουμένου).»