Δικηγόροι Θεσσαλονίκης διοικητικό δίκαιο.

Διάκριση προσφυγών

Όταν ο διοικούμενος θεωρεί ότι η πράξη του διοικητικού οργάνου παραβαίνει το δίκαιο, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγές, αυτές διακρίνονται στις διοικητικές και στις προσφυγές ουσίας.
Οι πρώτες απευθύνονται στη διοίκηση και επιδιώκουν να λυθεί εξωδικαστικά και σε πρώτο στάδιο μια διοικητική διαφορά όπως η ειδική διοικητική προσφυγή, η ιεραρχική προσφυγή, η αίτηση θεραπείας, η αναφορά και η ενδικοφανής προσφυγή.
Ενώ οι προσφυγές ουσίας είναι ένδικα βοηθήματα τα οποία εισάγουν την υπόθεση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με στόχο τη δικαστική ακύρωση πράξεων της διοίκησης αυτά είναι κατά κύριο λόγο η προσφυγή, η αγωγή και η αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείο.

Ειδική διοικητική προσφυγή

Όπου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του, η οποία ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές διοικητικού οργάνου και μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία, να ζητήσει, κατά περίπτωση, την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης.
Το διοικητικό όργανο, ανάλογα με την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, είτε εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πράξης, οπότε και μπορεί να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να απορρίψει την προσφυγή (ειδική διοικητική προσφυγή), είτε εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης, οπότε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την πράξη ή να απορρίψει την προσφυγή (ενδικοφανής προσφυγή). Το αρμόδιο όργανο οφείλει να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα την απόφασή του μέσα στην προθεσμία που τυχόν τάσσουν οι σχετικές διατάξεις, αλλιώς, στην περίπτωση μεν της ειδικής προσφυγής, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, στην περίπτωση δε της ενδικοφανούς προσφυγής, το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες.
Αν αρμόδιο να αποφανθεί για την ειδική διοικητική, ή την ενδικοφανή, προσφυγή είναι άλλο διοικητικό όργανο, εκείνο στο οποίο αυτή κατατέθηκε οφείλει να τη διαβιβάσει στο αρμόδιο όργανο το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στις κατά την παρ. 2 προθεσμίες.

Αίτηση θεραπείας – Ιεραρχική προσφυγή

Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της (ιεραρχική προσφυγή).
Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία.
Αν αρμόδια για την ανάκληση ή τροποποίηση ή την ακύρωση είναι άλλη διοικητική αρχή, εκείνη στην οποία κατατέθηκε η αίτηση θεραπείας ή η ιεραρχική προσφυγή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης της αρμόδιας αρχής, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία.
Αν η πράξη ακυρωθεί, η υπόθεση επανέρχεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα της προϊστάμενης αρχής για την έκδοσή της.
Αναφορά
Αν δεν είναι δυνατή η άσκηση διοικητικής προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας διοικητικής αρχής, μπορεί, με αίτησή του προς την αρχή αυτή, να ζητήσει την επανόρθωση ή την ανατροπή της βλάβης.
Αίτηση ακύρωσης
Η αίτηση ακύρωσης είναι το ένδικο βοήθημα που ασκείται εναντίον μίας διοικητικής ενέργειας (πράξης ή παράλειψης) ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Για την άσκησή της, ειδική προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτούντα. Η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη στον αιτούντα. Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να είναι προσωπικό (η προσβαλλόμενη πράξη να βλάπτει προσωπικά και ειδικά τον αιτούντα), άμεσο και να υφίσταται κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση και την συζήτηση της αιτήσεως ακύρωσης.
Έτσι, δεν είναι παραδεκτή η άσκηση αιτήσεως ακύρωσης όταν αφορά σε έννομο συμφέρον του προσφεύγοντα το οποίο είτε προϋπήρξε της προσβαλλόμενης πράξεως είτε προσδοκάται στο μέλλον. Ούτε όμως υφίσταται έννομο συμφέρον ικανό να θεμελιώσει αίτηση ακυρώσεως αν η προσβαλλόμενη πράξη έχει ανακληθεί, ή ο διοικούμενος έχει με άλλο τρόπο ικανοποιηθεί από τη δημόσια διοίκηση. Δηλαδή η ακύρωση αυτή, για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου, επιτρέπεται μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου.
Η αίτηση ακύρωσης είναι απαράδεκτη αν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξης, κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο ενδικοφανής προσφυγή, εάν αυτή ασκήθηκε όπως ορίζει ο νόμος. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ακυρώσεως επιτρέπεται μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος για την έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την υποβολή της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης, από την πάροδο της προθεσμίας, απορρίψεως της προσφυγής. Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η απόφαση επί της προσφυγής που τυχόν εκδόθηκε οποτεδήποτε έως τη συζήτηση. Η απόφαση αυτή μπορεί πάντως και αυτοτελώς να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως.
Τήρηση ορισμένης προθεσμίας
Ειδικότερα, υποκειμενική προϋπόθεση για την άσκηση αιτήσεως ακύρωσης είναι η τήρηση της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας. Η αίτηση ακύρωσης θα πρέπει να ασκηθεί μέσα σε εξήντα ημέρες από τη δημοσίευση, την κοινοποίηση ή τη γνώση της διοικητικής πράξης ή παράλειψης αν αυτός που την ασκεί κατοικεί στο εσωτερικό ή μέσα σε ενενήντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η άσκηση της αιτήσεως ακύρωσης είναι απαράδεκτη. Η έναρξη της προθεσμίας ποικίλει ανάλογα με τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και τον τύπο δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος. Έτσι, για τις κανονιστικές πράξεις η απαιτούμενη προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ για τις ατομικές πράξεις η προθεσμία αρχίζει από την κοινοποίησή τους στον ενδιαφερόμενο (όταν αυτή προβλέπεται από το νόμο) ή από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξης (όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης). Η προθεσμία δύναται: α) να ανασταλεί για λόγους ανωτέρας βίας που εμφανίζονται πριν τη λήξη της προθεσμίας και διαρκούν μετά από αυτήν ή εξαιτίας των καλοκαιρινών διακοπών μεταξύ 1 Ιουλίου και 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, και β) να διακοπεί εάν πριν την λήξη της ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε απλή (αίτηση θεραπείας, ιεραρχική προσφυγή) ή ειδική προσφυγή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η απαιτούμενη προθεσμία αρχίζει εκ νέου με την κοινοποίηση της απόφασης της διοίκησης επί της προσφυγής.

Οι αρμοδιότητες των διοικητικών δικαστηρίων προσδιορίζονται σε διαφορές που αφορούν:

α) Ζητήματα φορολογικής φύσεως.
β) Ζητήματα χρηματικών διαφορών που αφορούν αξίωση αποζημίωσης από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οποίες πηγάζουν από σχέσεις δημοσίου δικαίου.
γ) Εισφορές, παροχές, δικαιώματα που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης και παροχής κοινωνικής προστασίας.
δ) Τον καθορισμό των ορίων των περιφερειών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το κύρος των κοινοτικών, δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, και την αστική ευθύνη των κοινοτικών, δημοτικών και νομαρχιακών αρχών.
ε) Το κύρος των αρχαιρεσιών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου σωματειακής μορφής, όπως για παράδειγμα εμπορικών επιμελητηρίων ή ιατρικών και δικηγορικών συλλόγων.
στ) Την ερμηνεία, την εκτέλεση και τη λύση διοικητικών συμβάσεων.
ζ) Τη χορήγηση ή ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργία καταστημάτων και αδειών κυκλοφορίας οχημάτων, καθώς και την επιβολή κυρώσεων.
η) Την εφαρμογή του ΚΕΔΕ με πράξεις σχετικές με την είσπραξη απαιτήσεων του δημόσιου.
θ) Την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή ποινών.
ι) Την αποζημίωση για αστική ευθύνη του δημοσίου βάσει των άρθρων 10 και 106 ΕισΝΑΚ.
ια) Την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα μεταλλεία και τα ορυχεία.
ιβ) Την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα σήματα.
ιγ) Την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όπως ιατρικοί ή δικηγορικοί σύλλογοι
ιδ) Τη χορήγηση ή την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, την χορήγηση, ανάκληση ή αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχημάτων και την επιβολή συναφών κυρώσεων και την παραχώρηση δικαιώματος και τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης.
Αρμοδιότητα κατ’ εξαίρεση της γενικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως διαθέτει το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο, σε περιπτώσεις που αφορούν:

Αρμοδιότητες Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου

α) Tον διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων.
β) Tην εισαγωγή και εν γένει την κατάσταση των μαθητών παραγωγικών σχολών.
γ) Tην πρόσληψη και κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ.
δ) Tην εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές.
ε) Tην ανάκληση συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων.
στ) Tην τακτοποίηση, προσκύρωση και αναλογισμό της αποζημίωσης ακινήτων.
ζ) Tον χαρακτηρισμό κτισμάτων ως αυθαίρετων και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση.
η) Tην έκδοση οικοδομικών αδειών και αδειών για την κοπή δέντρων και την σύνδεση οικοδομών
Η κατά τόπο αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων προσδιορίζεται από την έδρα στην οποία βρίσκεται η διοικητική αρχή που έχει προβεί στην προσβαλλόμενη ενέργεια, πράξη ή παράλειψη.